Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γηράματα — γήραμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεράματα — και γερατειά, τα η γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γηράματα < γηρώ < γηράσκω] … Dictionary of Greek